- λογχισμός
- οπλήγμα με λόγχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογχίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λόγχισμα — το, ατος και λογχισμός, ο το χτύπημα με τη λόγχη, ο λογχισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογχέα — λογχέα, ἡ (Μ) τρύπημα με λόγχη, λογχισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + κατάλ. έα (πρβλ. λαβωματ έα)] … Dictionary of Greek
λόγχισμα — το [λογχίζω] λογχισμός … Dictionary of Greek
ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… … Православная энциклопедия